- Ακούς; ΄Ακου τα!….
Tι ν’ ακούσει δηλαδή ο Θανασάκης; Και τι να κάνει ζάφτι απ’ αυτά που άκουσε; Η μόνη γνώριμη λέξη που πιθανόν να κατάλαβε, ήταν τα «τσιπς». Άντε να του εξηγήσω ότι ουδεμία σχέση υφίσταται με τον Τσακίρη, αλλά έχει να κάνει με ζαρζαβατικό! Η χαριστική βολή ήρθε απ’ τη συνέντευξη που έδωσε ο συνομήλικος του Θανασάκη, αφού τελείωσε το στήσιμο του πιάτου του. Το οποίο ομολογουμένως ήταν υπερπαραγωγή. Μόνο οι πολυέλαιοι και τα μπαλέτα Μπολσόι του λείπανε.
- Είχα λίγη αγωνία για την έκβαση του αποτελέσματος και δεν κρύβω ότι το πιάτο μου είχε ορισμένες ατέλειες. Θα προσπαθήσω να βελτιώσω τις αδυναμίες μου, με τη σωστή καθοδήγηση των καταξιωμένων μας σεφ!
Τούρκα έγινα! «Τι είπε ο μικρός Θανασάκη μου;», τον ρώτησα με ένα ρόγχο στο λαιμό και τη ματαιότητα αποτυπωμένη στο βλέμμα μου. «Τρίχες!!!» μου πέταξε στα μούτρα ο Θανασάκης. Και άλλαξε κανάλι για να δει το αγαπημένο του σήριαλ.
Όση ώρα παρακολουθούσε με άφατο ενδιαφέρον την αγαπημένη του σειρά, εγώ τον φανταζόμουν να κόβει ροδέλες λαχανικών, ν’ ανοίγει φύλλο για πίτα και να ετοιμάζει ζύμη για φαρφάλες. Οι κάμερες ήταν στραμμένες πάνω του κι η παρουσιάστρια δοκίμαζε με ηδονικό βλέμμα το φαγητό του και φώναζε ενθουσιασμένη: «Καλά ε;… Δεν υπάρχει! Τέλειο μιλάμε! Μπρρρράβο Θανασάκη!!!». Κι ύστερα ο φακός έκανε ζουμ σε μένα. Χαμογελούσα και τον εμψύχωνα, γεμάτη συγκίνηση.
Πόσο θα ήθελα να δω Μάστερ-Σεφ τον Θανασάκη μου! Να γινόταν σοβαρός και να μετράει τα λόγια του. Να υπολογίζει με ακρίβεια τα υλικά του και να δημιουργεί μοναδικά πιάτα. Να μου ζητάει να του αγοράζω φινόκιο και ρόκα, αντί για πατατάκια και γκοφρέτες. Να ακούει κλασσική μουσική και να έχει σε απόλυτη τάξη το δωμάτιό του. Να δίνει συνεντεύξεις σε περιοδικά και να κάνει διαφημίσεις στην τηλεόραση! Πόσο υπερήφανη θα ήμουν! Τι άλλο να περιμένει μια μάνα απ’ το παιδί της; Μόνο αυτό. Το ελάχιστο!
Τις επόμενες μέρες πέσαμε με τα μούτρα στην κουζίνα. Ξεκίνησα απ’ τα βασικά. Του έδειξα πώς βράζουμε αυγά. «Δεν μ’ αρέσουν τα βραστά αυγά, ρε μαμά! Δεν τα ρίχνεις στο σαγανάκι με λίγο μπέικον καλύτερα;» Επέμεινα πεισματικά. Τον έβαλα να δοκιμάσει μπριάμ και να μου γράψει σ’ ένα χαρτάκι τα υλικά που χρησιμοποίησα. Παραλίγο να ξεράσει στην πρώτη μπουκιά που δοκίμασε και το μόνο υλικό που βρήκε, ήταν η μελιτζάνα. Κι αυτό γιατί –παλαιόθεν- τους χωρίζει ένα αβυσσαλέο μίσος. Για να του εξάψω τη φαντασία, του έκλεισα τα μάτια και τον έβαλα να αγγίζει διάφορα υλικά και να μου λέει τι πιάνει. Στο πρώτο πιάτο που περιείχε μανιτάρια, γύρισε απαθής και μου είπε ειρωνικά: «Δερμάτινα μπαλάκια μ’ ένα παλούκι χωμένο από κάτω τους!…»
Με τα όπλα παραδομένα και με τα φίδια να με ζώνουν πως –ενδεχομένως- δεν θα αξιωθώ να τον δω Μποτρίνι στη θέση του Μποτρίνι, άλλαξα κανάλι. Δεν την άντεχα αυτή τη σύγκριση. Πόσα φαρμάκια να καταπιεί μια μάνα; Και τι ζήτησα η δύστυχη; Να φάω ένα λαχανοντολμά απ’ τα χεράκια του! Μία φλογέρα με παρμεζάνα και πουρέ μελιτζάνας, έστω… Όχι για εκείνον. Για τη φουκαριάρα τη μάνα του!
Αλλά επειδή η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία (που λέει ο λόγος, γιατί της έχουμε κάνει ήδη τα σαράντα), θα πάρω σβάρνα τα τηλεπαιχνίδια και θα τη βρω την άκρη. Κανάλι-κανάλι θα πάω, θα χτυπήσω πόρτες, μέχρι κατουρημένες ποδιές θα φιλήσω, προκειμένου να φορέσει ποδιά κουζίνας ο Θανασάκης μου. Κι εγώ θα είμαι πάντα πίσω του, ποτέ μπροστά του! Να τον στηρίζω και… να του δένω την ποδιά κάθε φορά που θα του λύνεται.
(Η συνταγή μπορεί να μαγειρευτεί με εναλλακτικά υλικά. Αντί για μαγειρική, χρησιμοποιείστε χορό, τραγούδι, μόντελινγκ, ακροβατικά, ή ακόμα και λίγο «μωρό μου έχεις ταλέντο!». Απαραίτητα τα βασικά υλικά. Ένα παιδί και μια μαμά. Και μία κάμερα. Καλή όρεξη!).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου