Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Νίκος Καλογερόπουλος>Πώς να γλεντήσει ο άλλος, πώς να ερωτευτεί όταν τον κυνηγάνε 45 τράπεζες, έκανε βλέπεις τη μαλακία και μπήκε στο λούκι...






Ο λόγος για το συμπατριώτη μας Νίκο Καλογερόπουλο, που αυτόν τον καιρό πραγματοποιεί ένα μεγάλο του όνειρο, γυρίζοντας την ταινία "Οι ιππείς της Πύλου" σε διάφορα μέρη της Μεσσηνίας Ο Νίκος Καλογερόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Φιλιατρά, όπου, όπως λέει ο ίδιος, εδιδάχθη την "Αγροτικήν".
Παρακολούθησε μαθήματα στις σχολές θεάτρου Κωστή Μιχαηλίδη, Βεάκη και Αθηνών. Η πρώτη του εμφάνιση στην τηλεόραση ήταν στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται". Ακολούθησαν η "Μεθυσμένη Πολιτεία" του Σωτήρη Πατατζή, παίζοντας το χαρακτηριστικό ρόλο του "Μπε", "Χαίρε, Τάσο Καρατάσο", "Όλη η δόξα, όλη η χάρη", "Στο κάμπινγκ", "Ερασιτέχνης άνθρωπος" κ.ά.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1981 στην ταινία του, επίσης συμπατριώτη μας, Θόδωρου Μαραγκού "Μάθε, παιδί μου, γράμματα", όπου κέρδισε το β΄ βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ακολούθησαν το "Άρπα κόλλα", "Είμαι", "Ρεμπέτικο" (Βραβείο εξαιρετικής ερμηνείας), "Λούφα και παραλλαγή" (Βραβείο α΄ ανδρικού ρόλου).
Το 1986 επιχειρεί να γυρίσει την πρώτη δική του ταινία, μια ταινία που ποτέ δε θα φθάσει στις αίθουσες των κινηματογράφων. Αυτό στάθηκε η αφορμή να μείνει "εκτός" για 16 ολόκληρα χρόνια. Η επιστροφή του στον κινηματογράφο έγινε το 2000 με την ταινία "Ένας κι ένας", κερδίζοντας και πάλι το βραβείο α΄ ανδρικού ρόλου.
Στο διάστημα της απουσίας του από τον κινηματογράφο έγραψε τα θεατρικά "Σατιρικό των Ελλήνων" και "Οι κυνικοί ξανάρχονται", ενώ το 1981 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Θετή ταυτότης" και το 1991 την ποιητική συλλογή "Επιστρόφια". Το πρώτο του θεατρικό έργο "Ο μπαμπούλας" παίχθηκε το 1976 στο Θέατρο "Κάβα". Το 1994 κυκλοφόρησε το πρώτο του CD με τον τίτλο "Τα Δέοντα". Τον συναντήσαμε στην Πύλο, την ημέρα εορτασμού της επετείου της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου. Λίγο πριν είχε αναστατώσει Αρχές και Αστυνομία, εισβάλλοντας στην παρέλαση ως κουρελής τρελός. Με το χειμαρρώδη λόγο του, μας μίλησε για όλα. Απολαύστε τον…
 Έχω την εντύπωση, Νίκο, πως γυρνώντας αυτή την ταινία, εκπληρώνεις ένα όνειρό σου, είναι έτσι;
Έτσι ακριβώς όπως το λες. Θυμάσαι ότι πάντα ήθελα να κάνω και ταινίες στη Μεσσηνία και σειρές για την τηλεόραση και θέατρο. Το Δημοτικό Θέατρο της πατρίδας μου δε με κάλεσε ούτε να παίξω, ούτε να σκηνοθετήσω, ούτε να ανεβάσω ένα έργο δικό μου. Δεν πειράζει, να 'ναι καλά οι άνθρωποι, τώρα όμως ήρθε η στιγμή να αφήσω κι εγώ κάτι στη Μεσσηνία. Να μην ξεχάσω, όμως, τον Γιώργη τον Τσαγκάρη, που, καθώς ανέλαβε το θέατρο, με κάλεσε αμέσως να παίξω. Άκου, φίλε, είναι μεγάλη απώλεια ο θάνατος του Γιώργη, τέτοιοι άνθρωποι είναι πολύτιμοι για την πατρίδα και τον πολιτισμό μας. Και να σου πω κάτι, αλλού έπρεπε να είναι ο Γιώργης, πολύ πιο πάνω, πολύ ψηλότερα.
Τα "τρώει" η Ελλάδα τα παιδιά της;
Τα "τρώει" λέει, αλλά μερικά παιδιά, σαν και μένα, έχουνε πολλά κόκαλα, σκληρά κόκαλα και σπάνε τα δόντια τους.
 Να πάμε λίγο στην ταινία. Ο τίτλος "Οι Ιππείς της Πύλου" πώς βγήκε;
Με την Πύλο έχω τις σχέσεις μου και τους δεσμούς μου. Είναι η μεγάλη μου αγάπη. Θυμάμαι από πιτσιρικάς που διάβαζα στον Όμηρο για την Πύλο ένιωθα πολύ ωραία. Έχει ένα μεγαλείο η Πύλος μέσα μου. Εδώ, στην Πύλο, έκανα και το πρώτο μου πλάνο στον κινηματογράφο, το 1971, σπουδαστής ακόμη, για μια ταινία του Κώστα Ζυρίνη.
Δική σου ταινία πότε πρωτόκανες; Το 1985 έκανα απόπειρα να κάνω την πρώτη μου ταινία, η οποία όμως δε βγήκε ποτέ, γιατί δεν ολοκληρώθηκε. Δεν άφησα εγώ να βγει, γιατί τη μοντάρανε ερήμην μου, χωρίς να έχουμε γυρίσει το φινάλε, χωρίς να έχουμε γυρίσει 7-8 σκηνές. Τους είπα τότε: "Μάγκες, η ταινία δε θα βγει, γιατί θα σας κόψω τα πόδια".
Πώς την έλεγαν την ταινία;
Η ταινία είχε δύο ονόματα - σαν τις πουτάνες. Την είχα υποβάλει στο Κέντρο Κινηματογράφου ως "Όνειρο αριστερής νύχτας", ήταν μια σάτιρα, μια κριτική στην Αριστερά. Αργότερα, την έδωσα στο Κέντρο με τον τίτλο "Στα χνάρια της Γοργόνας". Αλλά, άσε, δε θέλω να μιλήσω γι' αυτό. Κάποτε θα το κάνω.
Πονάει;
Δεν πονάει καθόλου. Ίσα ίσα που θέλω να τους πω και ευχαριστώ. Πρώτα πρώτα, θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους εχθρούς μου, μεγάλο ευχαριστώ διότι δε με σκοτώσανε και έγινα δυνατότερος. Μετά, θέλω να πω ένα μεγάλο ευ- χαριστώ στους φίλους μου και πιο πολύ στον Καπετάνιο, που μου έδωσε ό,τι όφειλε η Πολιτεία να μου δώσει. Άκου, φιλαράκι, ψωνάρα δεν είμαι, ξέρω τι κάνω και έχω πλήρη συνείδηση, γι' αυτό και κάνω μεγάλες σιωπές όταν δεν μπορώ να πω κάτι όπως το θέλω εγώ, όταν δεν είναι πρόσφορο το έδαφος και συνήθως δεν είναι ποτέ πρόσφορο, αφού δεν έχω λεφτά. Ποτέ δεν πήρα επιχορήγηση από κανέναν. Για να τους πικάρω που λες, έβαλα στη θεατρική παράσταση "Μέγας χορηγός: προφυλακτικά Πύρκαυλος" και μαζί με το εισιτήριο έδινα και ένα προφυλακτικά.
 Νίκο, μίλησέ μου για τους "Ιππείς της Πύλου".
Είναι μια λαϊκή ελληνική ταινία, μια σάτιρα που δεν αφήνει λαμπόγυαλο όρθιο, με γέλιο, με περιερχόμενο, με σεβασμό στην ιστορία μας και τον πολιτισμό μας, με σεβασμό στον κόσμο. Οι "Ιππείς της Πύλου" είναι οι συνειδητοί πολίτες όπου γης, είναι οι εθελοντές, είναι οι κοινότητες. Οι εθελοντές ούτε ψωνάρες είναι ούτε βλαμμένοι είναι. Έχουν σπίτι, οικογένεια, παιδιά, νοιάζονται για το τι θα γίνει γύρω τους, δε λένε να τα κάνει όλα ο Δήμος, η Νομαρχία, το υπουργείο. Έχουνε συνείδηση για τον πλανήτη ολόκληρο, για το περιβάλλον, για τα πουλιά.
Η ταινία, όπως μου είπες, υμνεί τον εθελοντισμό. Καταγγέλλει κάποιους;
Δε χρειάζεται να καταγγείλει κανέναν, δεν είναι ηλίθιος ο κόσμος, το καταλαβαίνει. Εμείς θέλουμε να του δώσουμε μια νότα αισιοδοξίας, μια νότα χαράς, να γελάσει το χειλάκι του. Ρε φίλε, πληγώνομαι πολύ, δε βλέπεις τι γίνεται γύρω μας, χάσαμε το χαμόγελό μας, χάσαμε την παρεούλα μας, τα γλεντάκια μας, την ανθρωπιά μας.
Τι φταίει γι' αυτό;
Πώς να γλεντήσει ο άλλος, πώς να ερωτευτεί όταν τον κυνηγάνε 45 τράπεζες, έκανε βλέπεις τη μαλακία και μπήκε στο λούκι, τον οδηγήσανε βέβαια, από ανάγκη μπήκαν οι περισσότεροι. Έτσι είναι, αφού μας μάθανε να μη σκεπτόμαστε και να είμαστε μόνο καταναλωτικά όντα. Να σου πω, ρε φίλε, στεναχωριέμαι που βλέπω τον κόσμο να πηγαίνει σαν κοπάδι.
Τα κόμματα τι ρόλο παίζουν σ' αυτή την ιστορία; Ποια κόμματα, κληρονομική δημοκρατία έχουμε, ρε φιλαράκι. Και να σου πω κάτι, σπαράζει η καρδιά μου βλέποντας τους παππούδες που πάνε μετά το μεσημέρι στις λαϊκές αγορές να πάρουν τέσσερα μήλα και τρία πορτοκάλια και κοιτάνε τον παραγωγό στα μάτια για να τους λυπηθεί. Κλαίω, ρε φίλε, να βλέπω αυτούς τους ανθρώπους που έχουνε πολεμήσει, που έχουν πεινάσει, που έχουνε μεγαλώσει παιδιά μέσα σε κακουχίες να γίνονται διακονιάρηδες. Από την άλλη, θέλω αυτόν τον παππού, το γέροντα, να του πάρω την μαγκούρα και να του χώσω μια στο κεφάλι. Πού πας, ρε φίλε, ποιον ψηφίζεις; Το δυνάστη σου, κουνήσου, ρε φίλε. Αυτά τα καταγγέλλω στην ταινία, με τον τρόπο μου βέβαια.
Η Αριστερά τι ρόλο παίζει σε όλα αυτά; Αν ο Τσιπράκος κάνει καμιά κίνηση, κάτι μπορεί να γίνει. Έχω μια ελπίδα, από εκεί βλέπω μια ανάσα. Θα δείξει.
Κάποτε στην Ελλάδα οι πνευματικοί άνθρωποι, οι καλλιτέχνες παίζαν κάποιο ρόλο, είχαν μια φωνή, σήμερα γιατί σιωπούν;
Πώς να μιλήσουν αφού τους έχουνε μπουκώσει οι κάθε λογής Ζαχόπουλοι. Θα μου πεις, εμένα άμα με μπουκώνανε, θα μίλαγα; Φίλε, δε σταματάω και δεν μπουκώνομαι με τίποτα απ' όλους αυτούς, δεν κάνω διακονιά σε κανέναν. Αυτά που ζητάω τα δικαιούμαι. Είμαι φτωχός, το ξέρεις πολύ καλά και αν δεν ήταν ο Καπετάνιος, θα με είχε χώσει φυλακή το ΙΚΑ. Βέβαια, αν είχα πληρωθεί από τις περσινές και προπέρσινες παραστάσεις, δε θα είχα κανένα πρόβλημα.
Πώς ξεκίνησες να κάνεις την ταινία;
Στην παράσταση των "Κυνικών" είχα καλέσει όλους τους φίλους μου, το νομάρ χη, τον Μήτσο τον Δράκο και πολλούς άλλους. Με γράψανε κανονικά, κανείς δεν ήρθε. Τον Καπετάνιο τον είχα καλέσει, αν και δεν τον γνώριζα προσωπικά. Ένα βράδυ, αργοπορημένος και τρέχοντας φορτσάτος προς τα καμαρίνια, βλέπω έναν παππού με το τραγιασκάκι του, κρατώντας στο χέρι του ένα τριαντάφυλλο. Μου μίλησε ο άνθρωπος, εγώ στην αρχή δεν τον γνώρισα. Τέλος πάντων, τον ευχαρίστησα που ήρθε και φεύγοντας για το καμαρίνι, μου έδωσε το τριαντάφυλλο, που μέσα είχε και την κάρτα του. Τελειώνει η παράσταση και περιμένω να έρθει ο Καπετάνιος, δεν ήρθε, έφυγε ο άνθρωπος μετά την παράσταση. Ε, τον πήρα την άλλη μέρα να τον ευχαριστήσω που ήρθε και με τίμησε. Μου λέει επί λέξει: "Ρε μανάρι, τι ήταν αυτό που είδα χθες το βράδυ, αυτό πρέπει να το δουν όλοι οι Έλληνες και ειδικά τα Ελληνόπουλα".
Του λέω "Καπετάνιε, με συγκινείς". Μου λέει: "Ποιος σε στηρίζει εσένα;". "Κανένας" του απαντάω. "Μα εσύ έχεις να πληρώσεις 16 άτομα" μου λέει (είχε μετρήσει ο άνθρωπος τα παιδιά του θιάσου). "Ε", του λέω, "κουτσά - στραβά τα καταφέρνω". Και τα κατάφερνα, ρε φίλε, μέχρι που κάποιος που με παρακάλεσε να τον πάρω στο θίασο, μου την έκανε με το ΙΚΑ. Πήγα να τρελαθώ, έβαλα να πουλήσω ένα σπιτάκι που είχα, αλλά και αυτό δε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Ώσπου οι μούσες το σφύριξαν στον Καπετάνιο και με ξελάσπωσε. "Ρε παιδάκι μου, τι θες να κάνεις", με ρωτάει ο καπετάνιος. "Καπετάνιε, να κάνουμε μια σειρά για τη Μεσσηνία στην τηλεόραση, να αναδείξουμε τα τραγούδια μας, τον πολιτισμό μας, τα τραγούδια μας, τα αρχαία μας". Μου λέει: "Κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός".
Στο μεταξύ γνωρίστηκα με το γιο του καπετάνιου τον Χρήστο, ένα παιδί μάλαμα, με επίπεδο και κουλτούρα, που λατρεύει τον σινεμά. "Ρε συ, είναι πολύ ωραίο το σενάριο, δεν το κάνουμε ταινία", μου λέει ο Χρήστος, έτσι ξεκινήσαμε. Ρε φίλε, είχα ξεχάσει τον κινηματογράφο, ήταν απαγορευτικός για μένα λόγω χρημάτων. Από την άλλη μεριά, αν πήγαινα αυτό το σενάριο στο Κέντρο Κινηματογράφου, θα γελούσανε ακόμη εις βάρος μου, ακόμη και αν τους άρεσε, πάλι θα με γράφανε στ' αρχίδια τους. Έτσι, δεν τους έδωσα τη χαρά και την ικανοποίηση να μου πούνε όχι. Ρε φίλε, το γουστάρω το σινεμά, είναι η καψούρα μου. Μετά το "Ένας και ένας" έχω διαβάσει 43 σενάρια για να κάνω πρωταγωνιστικούς ρόλους σε 43 ταινίες. Είπα 43 φορές όχι. Χώρια την τηλεόραση, σε αυτούς έχω απαγορεύσει να μου φέρνουν να παίξω ηλίθια πράγματα.
Στην ταινία παίζουν πολύ σημαντικοί ηθοποιοί, πώς τα κατάφερες;
Έχω ευτυχήσει εδώ, φίλε. Όταν ξεκινήσαμε, με ρωτάει ο φίλος μου ο Κώστας ο Λαμπρόπουλος, που έχει αναλάβει την εκτέλεση παραγωγής, ποιοι θα παίξουνε. Του λέω ο Καφετζόπουλος, ο Κιμούλης, ο Λογοθέτης, ο Καμπερίδης, η Λεονάρδου, η Μπάρμπα, ο Σπυριδάκης, ο Τσιπίδης, ο Θεοδωρακόπουλος. Για να παίξουν αυτοί, μου λέει ο Κώστας, πρέπει να έχουμε εφτά φορές τον προϋπολογισμό της ταινίας, εγώ δεν παίρνω κανέναν απ' αυτούς. Του λέω, φτιάξε μου ένα καφεδάκι και δώσ' μου τα τηλέφωνά τους. Μέσα σε τρία τέταρτα είχα μιλήσει με όλους, όλοι μου είπαν "Καλόγερα, κοντά σου ό,τι πεις". Τους ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου.
Για πρωταγωνίστρια διάλεξες μια νέα ηθοποιό γιατί;
"Ρε φίλε, ήθελα να βρω μια Δημοκρατία (η πρωταγωνίστρια) που ή να έχει παράλληλη πορεία με την δικιά μου, πράγμα λιγουλάκι δύσκολο, ή να μην έχει παίξει καθόλου, να είναι παρθένα στο χώρο. Είδα πάνω από 70 κοπέλες, αλλά δεν έβρισκα αυτό που ήθελα. Πήγα να σταματήσω την ταινία γι' αυτό το λόγο. Δεν ήθελα να πάω σαν τον μπάρμπα μου που τον πήγε ο παππούλης μου να δει μια νύφη. Την είδαν, του άρεσε του μπάρμπα μου και κανονίσανε να πάνε σε 15 ημέρες να αρραβωνιάσουνε. Όμως, την ημέρα του αρραβώνα ο τσοπάνης έβγαλε την άλλη την κόρη, την κουτσή. "Ρε μπάρμπα Αντρέα", του λέει ο θείος μου, "την προηγούμενη φορά δεν κούτσαινε". "Σώπα, ρε παιδάκι μου, μιας και ήρθαμε πρέπει να πάρουμε μια απόφαση" (κατά πάσα πιθανότητα ο μπάρμπας με τον τσοπάνη εί- χαν συνεννοηθεί για να σπρώξουν την κουτσή). Άντε γεια μας, άντε γεια μας, ρε η ζωή είναι ωραία, τον μεθύσανε τον μπάρμπα και είπε το ναι και την πήρε τη θεία μου την Κατίγκω. Έτσι πήγα να την πάθω κι εγώ, να πάω με Δημοκρατία σαν την θεία μου την Κατίγκω. Θα με ενοχλούσε η ηθοποιός να κάνει τη Δημοκρατία και να την βλέπω στην τηλεόραση να κάνει διάφορες παπαριές. Τελικά, εκεί που ήμουνα στο δίλημμα, βρέθηκε μια νέα ηθοποιός, η Ιουλία Καλογρίδη, πιστεύω ότι θα είναι η έκπληξη της ταινίας. Κάνει ντεμπούτο στον κινηματόγραφο και ελπίζω να τιμήσει το ρόλο της.
Στα γυρίσματα συμμετέχουν και πολλοί από τη Μεσσηνία.Είναι συγκινητικό, ρε φίλε, και θέλω να ευχαριστήσω όλους αυτούς τους απλούς ανθρώπους. Στα γυρίσματα, στα γεφύρια στο Νιοχώρι του Μελιγαλά, πάνω από 1.000 άνθρωποι καθίσανε μέχρι τα μεσάνυ χτα, ενώ οι μισοί απ' αυτούς καθίσανε μέχρι το πρωί. Θέλω να ευχαριστήσω αυτούς τους ανθρώπους, καθώς και τη δήμαρ χο του Μελιγαλά Ελένη Αλειφέρη για τη βοήθειά της.
Στην ταινία όλα τα ονόματα είναι από την αρχαία Ελλάδα;
Είναι το χρέος μου, φιλαράκι. Εμένα παππούς μου είναι ο Αριστοφάνης, είναι ο Αισχύλος, είναι ο Μεγαλέξανδρος, είναι ο Κολοκοτρώνης, είναι ο Μανώλης ο Γλέζος. Τον Μανώλη τον φώναξα για να κάνει ένα πέρασμα, ένα συμβολικό ρολάκι, δεν τα κατάφερε όμως, δεν ήθελα κιόλας να τον κουράσω, να τον ζορίσω. Αλλά θέλω να του πω, Μανώλη, σ' ευχαριστώ για ό,τι μας άφησες, για ό,τι μας δίδαξες, για ό,τι μας έμαθες και για ό,τι έκανες για την πατρίδα.
 Και βέβαια, δε θα μπορούσε να λείπει από την ταινία η φιγούρα του τρελού.
Έχω αδυναμία στους τρελούς, άμα με διώξουν από εδώ, θα πάω στις Ινδίες, όπου οι τρελοί είναι ιερά πρόσωπα. Ο τρελός της ταινίας είναι ένας συμβολικός ρόλος, τρέχει και πιστεύει μέσα στην τρέλα του ότι θα σώσει τον κόσμο, θα προστατέψει το δάσος. "Τι κάνεις εδώ" τον ρωτάει ο Τηλέμαχος (πρωταγωνιστής). Θα το κάψουν το δάσος, ποιος, ο Ιμπραήμ, έρχεται ο Ιμπραήμ, να μην ξεχάσετε να πάρετε νερό μαζί σας. Μας τα είχε πει ο Μιχάλης ο Κατσαρός, όμως οι Μεσσήνιοι τον ξέχασαν πλήρως. Του το χρωστάω εγώ, τον τραγουδάω μέσα στην ταινία, όπως τραγουδάω και τον Αλέξη Δαμιανό, τον Μάνο Λοΐζο και τον Κολοκοτρώνη.
Η μουσική στην ταινία είναι δική σου;Ο Καραϊσκάκης μού τη σφύριξε στ' αυτί. Τα μισά λόγια είναι του Καραϊσκάκη, είναι η απάντηση που έδωσε όταν τον κατηγόρησαν πως μπαινοβγαίνει στους τούρκικους μαχαλάδες και τον είπανε προδότη. Το τραγούδι για τον Καραϊσκάκη θα το τραγουδήσει ο Ψαραντώνης πάνω στο Ιερό του Δία Ιθωμάτα, ενώ τα υπόλοιπα τραγούδια θα τα πουν οι μόνιμοι συνεργάτες μου, οι "Άποροι Άρχοντες" (Θέλμα Καραγιάννη, Πάνος Αντέλης, Πάνος Χούτρας, Πασχάλης Τσέρνας, Γιώργος Ταυρίδης). Α, να σου πω και το τελευταίο, έχω προσκαλέσει το μεγάλο Έλληνα ηθοποιό, τον Θανάση Βέγγο, να έρθει να παίξει στην ταινία ένα μικρό αλλά πολύ χαρακτηριστικό ρόλο, ελπίζω να τα καταφέρουμε. Να σημειώσουμε, τέλος, ότι διευθυντής Φωτογραφίας είναι ο Γιάννης Δρακουλαράκος, τον ήχο επιμελείται ο Μαρίνος Αθανασόπουλος, το σκηνικό η Στέλα Ράτσιου και τα κοστούμια η Μαρία Καραπούλιου.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΠΕΤΡΟ ΤΣΩΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου