Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Η ζωή στα χρόνια της παθοκρατίας. Του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου



Η ζωή στα χρόνια της παθοκρατίας. Του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου

Παρακολουθώντας τα κυρίαρχα θέματα της Ελληνικής πραγματικότητας, διαπιστώνει κανείς μια σειρά από γεγονότα που μπορούν μόνο ως παρεκκλίσεις εκ του ομαλού να θεωρηθούν, δηλαδή να εκληφθούν ως παθολογίες, με την κανονικότητα να αναπαρίσταται αλλά διαφυγούσα. Η φυσιολογική ροή, λογική ακολουθία και συμπεριφορική ευγένεια της δημόσιας ζωής δεν υπάρχει ως αληθινή πέραν από αστικός μύθος.

Προσωπικότητες που εμφανώς χρήζουν επείγουσας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης λόγω εμφανούς διαταραχής προσωπικότητας διαπρέπουν κατόπιν πολιτικής εντολής σε τομείς όπου δεν έχουν την παραμικρή γνώση και εκπαίδευση – παράδειγμα Γεωργιάδη. Εκτός και αν είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε ότι η διαστρέβλωση της Ιστορίας, ο φανατισμός, οι συμπεριφορικές εκρήξεις και η λατρεία της κάμερας είναι προσόντα που εγγυώνται ότι είναι ικανός και κατάλληλος να διοικήσει μεγάλους οργανισμούς, να αντιμετωπίσει τους περίπλοκους ισολογισμούς τους και να διαπραγματευτεί διαπλοκές που έχουν χτιστεί και διατρανωθεί επί σειρά δεκαετιών ή εν τέλει να αντιληφθεί τι σημαίνει «υπουργός δημόσιας υγείας» και γιατί δεν νομιμοποιείται να δηλώνει ότι «εξυπηρετεί την ιδιωτικό τομέα.»


Η πραγματικότητα είναι νοσηρά παραβατική και πέρα από το πλέον εξόφθαλμο παράδειγμα προκλητικής κακοήθους φάρσας, όπως είναι η διαρκής παρουσία στην δημόσια ζωή ενός τηλεπλασιέ που αντιμετωπίζεται ως κορυφαίος δημόσιος λειτουργός λόγω αυθαίρετης ανάθεσης από έναν μειονοτικό Πρωθυπουργό που έχει φτάσει να φλερτάρει ακόμα και με τον Καρατζαφέρη για να συνεχίσει την διακυβέρνηση με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι δημοσιογράφοι, εξαιρουμένων των διαδικτυακών επιμένουν, επιθετικά και επίμονα, να νομιμοποιούν την επέλαση μιας ακραίας συμμορίτικης λογικής που θέλει εκτελεστικά αποσπάσματα στους δρόμους και κυβερνητικούς αυτοσχεδιασμούς προφανώς έκνομους. Άλλωστε, η γνωμάτευση ενός εισαγγελέα σε κάθε βήμα αυτής της κυβέρνησης είναι τόσο απαραίτητη όσο και αποδεικτική της αμφίβολου νομιμότητας της. Οι νόμιμες ενέργειες δεν χρειάζονται την υποστήριξη της δικαστικής εξουσίας, έτσι δεν είναι?

Σε κάθε χώρο, από τα πρωινάδικα μέχρι τα έδρανα της Βουλής, μια φαιδρή μειονότητα έχει εξασφαλίσει την εξουσία, με την βία. Η συντριπτική πλειοψηφία εξ΄ αυτών είναι υπόδικοι για σωρεία αδικημάτων και βρίσκονται εκτός Κορυδαλλού μόνο λόγω κοινωνικής πυγμής – ακόμα και η άρση ασυλίας αφορά αποκλειστικά βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Φθαρμένα ως εκεί που δεν παίρνει, τα θηρία της αντιπολίτευσης βρυχώνται ενώ είναι πλέον προφανές ότι μόνο με τακτικές μαφίας μπορεί να συνεχίσει ένα τέτοιο καθεστώς.

Η Ελλάδα έχει αρχίσει να προσομοιάζει με χώρες όπως το Μεξικό ή ακόμα και η Βόρεια Αμερική, τώρα που η εταιρειοκρατία έχει μετατρέψει το κοινωνικό συμβόλαιο του Αμερικανικού ονείρου σε εφιάλτη για το 99% του πληθυσμού, και λαφυραγωγική φρενίτιδα για τις μαφίες που ελέγχουν τα όπλα και τις τράπεζες.

Μια εμφανώς παθολογική δράκα αρχομανών, που δεν διστάζουν να διαχειριστούν την δικαιοσύνη και τους θεσμούς με τέτοια υποκειμενικότητα που θα έλεγε κανείς ότι νομίζουν πως το κράτος και η διακυβέρνηση του πρόκειται για προσωπικές τους υποθέσεις.

Ο πολύς κόσμος, εξοργισμένος, μουδιασμένος, ανίκανος να πιστέψει ότι εκείνοι που τον κυβερνούν είναι συνειδητοί εγκληματίες με ψυχολογία ερπετού και ψυχιατρική διάγνωση που απαντάται συχνά σε σκληροτράχηλους βαρυποινίτες, επιμένει να νομίζει ότι πρόκειται περί θεάματος.

Και όμως, μετρήσιμα, έμπρακτα, οι αποφάσεις και η πολιτική αυτής της κυβέρνησης έχουν οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπους σε αδιέξοδα που συμπεριλαμβάνουν αυτοκτονίες, στρατόπεδα συγκέντρωσης, την κόλαση της μακροχρόνιας ανεργίας, τον ξεριζωμό της μετανάστευσης, τον εφιάλτη της έλλειψης υγειονομικής περίθαλψης, τον εξευτελισμό της διαλυμένης παιδείας, το πνευματικό πένθος της τηλεοπτικής μασκαράτας, τόσο της θεατρικής κανονικότητας των ιδιωτικών καναλιών, όσο και της συγκρουσιακής διάλυσης ττης δημόσιας ραδιοτηλεόρασης υπέρ ιδιωτικών συμφερόντων. Πολλοί άνθρωποι έχουν ήδη δολοφονηθεί ή διωχθεί εν ονόματι των πολιτικών πιστεύω τους ή λόγω κάποιας σχέσης τους με κόμματα όπως η Χρυσή Αυγή. Η τελευταία παραμένει σε ένα λυκόφως μεταξύ εγκληματικής οργάνωσης και μηχανισμού σε αδράνεια. Πάντως, δεν έχει εξαφανιστεί από τις εξελίξεις και ο δεδηλωμένος Ναζισμός είναι ακόμα μέρος του τοπίου.

Η εγκληματικότητα μοιάζει να είναι ο κοινός παρονομαστής, και πίσω από αυτήν όλοι εκείνοι οι παράγοντες που την ευοδωτούν – αδρανής ή χειραγωγούμενη ή παράλυτη δικαιοσύνη, χαλαρή έως ανύπαρκτη ευαισθησία των υπευθύνων στην κατακραυγή, η βιομηχανία κατασκευής εικονικής κανονικότητας, στον έλεγχο κάποιων ολιγαρχών που επιμένουν να θεωρούν την Ελλάδα τσιφλίκι τους εδώ και 50 χρόνια.

Πάνω απ' όλα, κυριαρχεί ένα ταμπού περί της ηθικής ποιότητας των πολιτικών πρωταγωνιστών.

Δεν τολμάει κανείς να δηλώσει το προφανές – έχουμε να κάνουμε με κακούς ανθρώπους.

Δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση, αυτή η σχεδόν παιδική φράση συνοψίζει τα πάντα. Ακόμα και ο χαλαρότερος ηθικός κώδικας παραβιάζεται. Είναι τέτοια η ανακολουθία των θέσεων, τόσο μεγάλα τα περιθώρια ευθιξίας που δημιουργούν οι καταγγελίες, τόσο αμαρτωλό το παρελθόν, τόσο αίολη η ασυλία τόσο εκείνων που μας κυβερνούν, που εκμηδενίζεται κάθε όριο σεβασμού. Όπως ακριβώς ο οποιοσδήποτε εγκληματίας επιβάλλει καθεστώς τρόμου προκειμένου να διακινήσει το προϊόν του, έτσι και οι άνθρωποι που ηγούνται της δημόσιας ζωής στην Ελλάδα επιβάλλονται απλά επειδή φρουρούνται – όποιος τολμήσει και τους αντισταθεί, όση λογική ή κύρος και αν έχει, δεν μπορεί παρά να υποχωρήσει στην απειλή της ωμής βίας.

Η ανάγκη να αμυνθούμε απέναντι σε αυτή την βαρβαρότητα είναι επιτακτική, και μπορεί να υποστηριχθεί από την γνώση του κοινωνιολογικού φαινομένου που ορίζει την συμπεριφορά της άρχουσας πολιτικής και πλουτοκρατικής τάξης στην Ελλάδα.

Πρόκειται για ένα πονηρολογικό καθεστώς, του οποίου ο κοινωνικός αντίκτυπος οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε γενικευμένες ακρότητες.

"Πονηρολογία» είναι ο τίτλος που δόθηκε σε μια διεπιστημονική μελέτη κοινωνικών ζητημάτων από τον Πολωνό ψυχίατρο Andrzej Lobaczewski.

Μελετώντας δεδομένα από την ψυχολογία , την κοινωνιολογία , τη φιλοσοφία , την ιστορία και λαμβάνοντας υπόψη φαινόμενα όπως τον πόλεμο, εθνοκαθάρσεις , γενοκτονίες , και τυραννικού δεσποτισμούς. Η αρχική θεωρία και έρευνα διεξήχθη από ψυχολόγους και ψυχιάτρους που εργάζονταν στην Πολωνία , την Τσεχοσλοβακία , την Ουγγαρία στα τελευταία χρόνια πριν από την επικράτηση του κομουνισμού.

O Lobaczewski υιοθέτησε τον όρο από την θεολογία, που ασχολείται με τη μελέτη του κακού. Προέρχεται, φυσικά, από την ελληνική λέξη "πονηρός».

Σύμφωνα με τον Lobaczewski , όλες οι κοινωνίες ταλαντεύονται μεταξύ «ευτυχισμένων καιρών», ή περιόδους ευημερίας, κατά τις οποίες οι προηγμένες ψυχολογικές γνώσεις της ψυχοπαθολογικής επιρροής στους διαδρόμους της εξουσίας καταστέλλονται, και «δυστυχισμένοι καιρών».» Κατά τη διάρκεια των «δυστυχισμένων καιρών», η διανόηση και η κοινωνία στο σύνολό της μπορεί και πρέπει να ανακτήσει αυτή την εξειδικευμένη γνώση για την εφαρμογή της κοινωνικής τάξης, βασισμένη σε διανοητικά υγιείς αρχές.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι «ευτυχισμένοι καιροί» δεν συνεπάγονται ηθικά προηγμένες εποχές, αφού ο Lobaczewski καθιστά σαφές ότι αυτή η ευτυχία ή η ευημερία μπορεί κάλλιστα να βασίζεται στην καταπίεση μιας στοχοποιημένης μειονότητας ή ομάδας.

O Lobaczewski καθορίζει πολλές ειδικές παθήσεις του χαρακτήρα, οι οποίες σύμφωνα με την δυτική ψυχολογία αναφέρονται ως «διαταραχές προσωπικότητας». Αυτές οι παθήσεις ανοίγουν τον δρόμο για την τελική επικράτηση των "ουσιαστικά ψυχοπαθών", και οδηγούν σε ένα καθεστώς απόλυτης «παθοκρατίας».

Αυτή η νοσηρή τάξη πραγμάτων εδραιώνεται όταν η κοινωνία δεν είναι επαρκώς προστατευμένη έναντι της εν λόγω παθολογικής μειονότητας, που είναι πάντα παρούσα στους κόλπους της (o Lobaczewski ισχυρίζεται ότι η κλινική αιτιολογία της ψυχοπάθειας είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου βιο - γενετική ).

Πιστεύει ακόμα ότι οι ψυχοπαθείς διεισδύουν σε ιδρύματα και κυβερνήσεις, όπου διαστρέφουν τις επικρατούσες ηθικές αξίες στο αντίθετό τους, χρησιμοποιώντας μια κωδικοποιημένη γλώσσα που θυμίζει την «Doublethink» του Όργουελ. Οι οξύμωροι συλλογισμοί και αμφίσημες έννοιες – η κρίση είναι ευκαιρία, η φτώχια είναι δική σου ευθύνη - κυκλοφορούν και επιβάλλονται στην κοινή γνώμη, υποκαθιστώντας το παράλογο και την κακοήθεια στη θέση της πραγματικής λογικής και ηθικής .

Ο Lobaczewski περιγράφει διάφορα αναγνωρίσιμα στάδια της παθοκρατίας. Τελικά, κάθε παθοκρατία είναι καταδικασμένη επειδή η ρίζα της υγιούς κοινωνικής ηθικής, σύμφωνα με την Lobaczewski, περιέχεται στη συγγενή ενστικτώδη υποδομή της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού. Ενώ μερικοί στο φυσιολογικό πληθυσμό είναι πιο επιρρεπείς σε παθοκρατική επιρροή, και έτσι γίνονται υπηρέτες της, η πλειοψηφία ενστικτωδώς αντιστέκεται.

Σε κοινωνικό επίπεδο , το μίσος , ο φθόνος, η απληστία και συγκρούσεις πολλαπλασιάζονται . Κάποια στιγμή το έγκλημα αυξάνεται ταχύτερα στον πληθυσμό. Σε συνδυασμό με τις εξεγέρσεις, τους πολέμους και τις πολιτικές εκκαθαρίσεις, πολλαπλασιάζονται τα εκατομμύρια των ανθρώπων που βρίσκονται χωρίς επαρκή τροφή ή καταφύγιο λόγω των πολιτικών δράσεων. Το σύνολο του ανθρώπινου πόνου εξαιτίας της παθοκρατίας μιας μειονότητας προκαλεί τρόμο, δέος, σοκ.

Η θλιβερή κατάσταση του σημερινού κόσμου, όπως απεικονίζεται σε αυτή τη σύντομη αλλά πειστική περίληψη, οφείλεται στο ανθρώπινο κακό περισσότερο από ό, τι για οποιονδήποτε άλλο παράγοντα.

Υπάρχουν πολλά που μπορούν να γίνουν για την καταπολέμηση του κακού, και «το πρώτο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να μάθουμε όσα περισσότερα μπορούμε γι 'αυτό».

Για να ορίσουμε τον κακό άνθρωπο, θα πρέπει να φανταστούμε - αν μπορούμε – ότι αυτός δεν έχει καθόλου συνείδηση, δεν νιώθει αισθήματα ενοχής και τύψεις, δεν τον περιορίζει καθόλου κάποια αίσθηση ανησυχίας για την ευημερία των ξένων, των φίλων, ή ακόμα και μελών της ίδιας τους της οικογένειας. Δεν βασανίζεται ποτέ από ντροπή, ούτε για μια φορά στην ζωή του, όσο εγωιστής, τεμπέλης, επιβλαβή, ή ανήθικος να έχει υπάρξει επί του πρακτέου. Ο ψυχοπαθής ισχυρίζεται ότι η έννοια της ευθύνης του είναι άγνωστη, παρά μόνο σαν βάρος που φαίνεται να δέχονται χωρίς αμφιβολία κάποιοι αφελείς ανόητοι .

Μπορούν να μιμηθούν τα συναισθήματα, αλλά το μόνο πραγματικό συναίσθημα που φαίνεται να έχουν είναι ένα είδος «πείνας για κυνήγι» με στόχο ό, τι θέλουν. Όλα τα άλλα - κάθε δραστηριότητα - έχουν ενταχθεί σε αυτό το σχέδιο. Με λίγα λόγια, ο ψυχοπαθής είναι ένα αρπακτικό. Οι αλληλεπιδράσεις των θηρευτών με τη λεία τους στο βασίλειο των ζώων, μπορούν να μας βοηθήσουν για να καταλήξουμε σε κάποια ιδέα για το τι κρύβεται πίσω από την «μάσκα της λογικής» του ψυχοπαθή .

Αυτό μας οδηγεί σε ένα σημαντικό ερώτημα: τι θέλει ο ψυχοπαθής πραγματικά να πάρει από τα θύματά του; Είναι εύκολο να δούμε, όταν λένε ψέματα προκειμένου να διαχειριστούν χρήματα, υλικά αγαθά ή δύναμη. Όμως, σε πολλές περιπτώσεις μπορούμε μόνο να πούμε ότι ο ψυχοπαθής απλά απολαμβάνει να κάνει τους άλλους να υποφέρουν .

Ο ψυχίατρος Μ. Σκοτ Πεκ, ορίζει ως κακό ένα πρόσωπο που είναι εντελώς απρόθυμο να παραδεχθεί κάποιο σφάλμα του ή να προσπαθήσει να τον καταλάβει τον εαυτό του. Και αυτό επειδή του είναι πάρα πολύ επώδυνο.

Έτσι , προκειμένου να μην χρειαστεί να το κάνει αυτό, το κακό πρόσωπο ξοδεύει ολόκληρη τη ζωή του προσπαθώντας να κάνει τους άλλους ανθρώπους να τον δουν όπως ο ίδιος θα ήθελε να βλέπει τον εαυτό του, και όχι όπως πραγματικά είναι.

Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να προσποιείται, να λέει ψέματα, να σκοτώνει, ή να κάνει ό,τιδήποτε άλλο χρειάζεται. Ως εκ τούτου , δεν υπάρχει υπαιτιότητα για έναν κακό άνθρωπο, και έτσι δεν μπορεί ποτέ να διορθωθεί, επειδή η οποιαδήποτε αλλαγή θα σήμαινε να χρειάζεται να παραδεχτεί ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα.

Οι πραγματικά κακοί άνθρωποι ενεργά και όχι παθητικά αποφεύγουν να προσφέρουν στον συνάνθρωπο τους. Θα προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια περνάει από το χέρι τους προκειμένου να προστατεύσουν την τεμπελιά τους, να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα των ψυχασθενούς εαυτού τους. Αντί να φροντίζουν τους άλλους, είναι ικανοί να καταστρέψουν τους άλλους στον αγώνα της συντήρησης της ψυχοπάθειας τους. Εάν είναι απαραίτητο, είναι ικανοί ακόμα και να σκοτώσουν για να ξεφύγουν από τον κόπο της δικής τους πνευματικής ανάπτυξης. Δεδομένου ότι η ακεραιότητα της ψυχασθένειας τους απειλείται από την πνευματική υγεία των γύρω τους, θα επιδιώξουν με κάθε μέσο να συντρίψουν και να κατεδαφίσουν την ψυχική υγεία που μπορεί να υπάρχει κοντά τους.

Ορίζουμε το κακό, λοιπόν, ως και την άσκηση της πολιτικής εξουσίας - δηλαδή, την επιβολή της θέλησης ενός ατόμου στους άλλους, μέσω εμφανούς ή συγκεκαλυμμένου καταναγκασμού, προκειμένου να αποφευχθεί η αυτοθυσία και προσφορά με σκοπό την προώθηση της πνευματικής ανάπτυξης.

Σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις του Lobaczewski, το κακό απαντάται σε ποσοστό μεταξύ 4 % και 6 % του πληθυσμού *, που δεν είναι γνωστό αν γνωρίζει διαφορές ανάλογα τον πολιτισμό, το έθνος, τη φυλή (αλλά γενικά πιστεύεται ότι είναι περίπου δέκα φορές πιο συχνή η ψυχοπάθεια στους άνδρες παρά στις γυναίκες).

Πρώτα απ 'όλα, πρέπει να πούμε ότι οι ψυχοπαθείς δεν χρειάζονται την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού για να επικρατήσουν. Αρκεί μόνο μια ισχυρή μειοψηφία για να κινήσει και να ελέξγει τον πληθυσμό, επειδή αυτή η μειοψηφία υποστηρίζεται από μια πολύ ισχυρή μειονότητα, που συμπεριλαμβάνει εκείνους που κατέχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την βιομηχανία όπλων και τους στρατιωτικούς υποστηρικτές της, τις εταιρίες πετρελαίου, μεταξύ άλλων. Η λαϊκή δυσαρέσκεια εν τέλει δεν έχει σημασία.

Έτσι, αν το κακό είναι η φύση μόνο μιας μικρής μειοψηφίας του πληθυσμού, τίθεται πλέον το ερώτημα γιατί ολόκληρες κοινωνίες καταλήγουν να ελέγχονται από ψυχοπαθείς, και έτσι υποφέρουν τεράστιες ζημιές, για μεγάλες χρονικές περιόδους. Ίσως η πιο σημαντική απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι σχετικά κανονικοί άνθρωποι συχνά αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν συνειδητά το κακό ανάμεσά τους , για διάφορους λόγους.

Ο κυριότερος είναι η επιτυχημένη προσποίηση της ομαλότητας.

Η ικανότητα για εξαπάτηση είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των κακών ανθρώπων. Είναι σημαντικό να αποφύγουν να είναι αποκομμένοι από την μεγάλη μερίδα της πλειοψηφίας της ανθρωπότητας, και έτσι κάποιοι ψυχοπαθείς είναι εξαιρετικοί υποκριτές.

Πολλοί από αυτούς είναι ακόμη αρκετά καλοί στο να εμπνέουν εμπιστοσύνη. Οι ψυχοπαθείς έχουν την δυνατότητα να αποκρύψουν από τους άλλους ανθρώπους ότι το ψυχολογικό τους προφίλ είναι ριζικά διαφορετικό από το δικό σους. Δεδομένου ότι ο καθένας μας υποθέτει ότι η συνείδηση είναι καθολική μεταξύ των ανθρώπων, το να αποκρύψεις το γεγονός ότι είσαι ασυνείδητος είναι πανεύκολο. Ποτέ δεν πρόκειται να εγκαλέσει κανείς κάποιον ψυχοπαθή για την ψυχρότητα του. Το παγωμένο νερό που κυλάει στις φλέβες ενός ψυχοπαθούς είναι τόσο παράξενο, τόσο εντελώς έξω από την προσωπική εμπειρία των πολλών που σπάνια μπορεί κανείς να μαντέψει την διανοητική και συναισθηματική κατάστασή ενός ψυχοπαθούς. Το παράξενο πλεονέκτημα των ψυχοπαθών από την πλειοψηφία των ανθρώπων, οι οποίοι αυτο-ελέγχονται και πειθαρχούν σύμφωνα με τη συνείδησή τους, παραμένει ανεξερεύνητο από την πλειοψηφία.

Ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο μας είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε την παθοκρατία και το κακό στους ανθρώπους και τους κυβερνήτες μας είναι η άρνηση.

Αυτής είναι ένας πολύ κοινός ψυχολογικός μηχανισμός άμυνας που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να αποφύγουν τον ψυχολογικό πόνο όταν πρέπει να αντιμετωπίσουν κάτι που είναι πολύ δυσάρεστο για αυτούς. Είναι τόσο κοινός μηχανισμός η άρνηση που όλοι οι άνθρωποι το χρησιμοποιούμε για τον ένα ή τον άλλο λόγο, σε διαφορετικό βαθμό ανά περίσταση. Αλλά καθώς μεγαλώνουμε, μαθαίνουμε να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα που προηγουμένως ήταν πάρα πολύ δύσκολο για εμάς να αντιμετωπίσουμε, και αυτό είναι μέρος της διαδικασίας της συναισθηματικής ωρίμανσης.

Ολοκληρώνοντας την διαδικασία αυτή της ωρίμανσης μας δίνεται η δύναμη να αντιμετωπίσουμε τον κόσμο όπως πραγματικά είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι.

Οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να υποθέτουν ότι οι συνάνθρωποι τους προσπαθούν να «κάνουν το σωστό» και «είναι καλοί, δίκαιοι και έντιμοι». Έτσι , πολύ συχνά , δεν αφιερώνουν το χρόνο και την δέουσα επιμέλεια ώστε να καθοριστεί εάν ένα πρόσωπο που μπήκε στη ζωή τους όντως είναι «καλό πρόσωπο».

Η άρνηση επίσης μπορεί να συμβαίνει και σε εθνικό συνειδησιακό επίπεδο . Υπάρχουν πολλά πράγματα που η Ελλάδα ως έθνος αρνείται (δηλαδή , πράγματα που αρνούνται οι περισσότεροι Έλληνες). Για παράδειγμα, μιλάμε για έννοιες όπως η ελευθερία και η δημοκρατία χωρίς πλήρη επίγνωση των πολλών ιστορικών (και νυν) παραδειγμάτων όπου έχουμε αρνηθεί αυτά τα δικαιώματα σε συνανθρώπους, όπως γίνεται τώρα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα ταμεία ανεργίας, στους δρόμους όλης της χώρας. Πιθανώς το πιο δύσκολο πράγμα για τους Έλληνες είναι να παραδέχονται ως έθνος είναι ότι η ηγεσία τους αποτελείται από κακούς ανθρώπους.

Για πολλούς, ίσως τους περισσότερους ανθρώπους, το κακό είναι κάτι που μπορεί να συναντήσεις σε φυλακές ή παραγκουπόλεις. Απλά δεν πιστεύουν ότι οι άνθρωποι που έχουν χρήματα και ντύνονται όμορφα μπορεί να είναι κακοί. Όμως, οι επιτυχημένοι ψυχοπαθείς δεν καταλήγουν στις φυλακές ή σε παραγκουπόλεις. Μπορεί κάλλιστα να είναι τραπεζίτες, γιατροί, επαγγελματίες κάθε είδους, πολιτικοί, ακόμη και ηγέτες ολόκληρων εθνών.

Όταν το κακό διαπράττεται εις βάρος «άλλων» εθνικοτήτων, φυλών και μειονοτήτων οι περισσότεροι άνθρωποι συχνά κάνουν τα στραβά μάτια, ιδιαίτερα όταν αυτό δικαιολογείται από τους ηγέτες τους. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα μαίνεται ανθρωπιστική κρίση πρώτου μεγέθους, αλλά εφ' όσον αυτή αφορά «μετανάστες, οροθετικές, άστεγους, άνεργους», δηλαδή τον «άλλον», δεν τρέχει τίποτε.

Οι ηγέτες και οι δημοσιογράφοι που τους υπηρετούν δεν δικαιολογούν τα εγκλήματα τους πάντα με κάποιον άμεσο ή απλό τρόπο, αλλά με την δύναμη της σχεδόν πλήρης σιωπής τους επί των θεμάτων αυτών. Ή δικαιολογούνται λέγοντας πράγματα όπως «Δεν ξεκινήσαμε αυτή την κρίση», λες και εκατοντάδες χιλιάδες των θυμάτων είναι υπεύθυνα.

Ο Νόαμ Τσόμσκι συνοψίζει αυτό το φαινόμενο:

«Όταν κάποιος θέλει να κατακτήσει κάποιον και να τον καταστείλει, θα πρέπει να προφασιστεί κάποιο λόγο. Δεν μπορεί απλά να πει, "είμαι κάθαρμα και θέλω να σε ληστέψω". Θα πρέπει να πει ότι είναι για το καλό του θύματος, ότι το αξίζει , ή ακόμα ότι το θύμα επωφελείται από τον εγκληματία.»

Οι ψυχοπαθείς , όπως ένα παθογόνο σε ένα σώμα, επιτίθενται στις αδυναμίες του κοινωνικού σώματος, και έτσι το σύνολο της κοινωνίας βυθίζεται σε συνθήκες που οδηγούν στην φρίκη και σε τραγωδίες πολύ μεγάλης κλίμακας.

Αν κάποιος έχει γεννηθεί στο κατάλληλο χρόνο, έχει πρόσβαση σε οικογενειακή περιουσία ή ανήκει σε κάποια κληρονομική διαδοχή εξουσίας, και έχει ένα ιδιαίτερο ταλέντο στο να χαλιναγωγεί το μίσος των άλλων ανθρώπων και την αίσθηση της στέρησης, μπορεί να κανονίσει να σκοτώσει μεγάλο αριθμό ανυποψίαστων ανθρώπων. Με αρκετά χρήματα, μπορεί να το πετύχει αυτό από μακριά, παρακολουθώντας ικανοποιημένος από απόσταση ασφάλειας. Σε τέτοιες περιπτώσεις κακά άτομα ή και παρατάξεις είναι δυνατόν να αναλάβουν τον έλεγχο ενός ολόκληρου έθνους. Η καταστροφή που ακολουθεί συχνά είναι τεράστια, με τη μορφή γενοκτονιών ή μαζικών δολοφονιών.

Οι εξηγήσεις των γενοκτονιών επικεντρώνονται στην «παράλογη συμπεριφορά της μάζας", αγνοώντας την κεντρική σημασία της χειραγώγησης της μάζας αυτής από την ελίτ, η οποία εκμεταλλεύεται το κράτος, την οικονομία και την κοινωνία των πολιτών. Σε καμία περίπτωση από τις γενοκτονίες του 20ού και 21ου αιώνα δεν ήταν σε θέση οι μάζες να ξεκινήσουν, να οργανώσουν και να φέρουν σε πέρας τέτοιες δολοφονικές εκστρατείες, άσχετα αν κάποιοι από τις κατώτερες τάξεις εφάρμοζαν τις πολιτικές.

Το ψυχολογικό προφίλ του κακού ανθρώπου που προέκυψε από την έρευνα του Lobaczewski περιγράφει μάλλον με ακρίβεια πολλά άτομα που αναζητούν θέσεις εξουσίας στις αρχές, ιδιαιτέρως στην πολιτική και το εμπόριο. Αυτό πραγματικά δεν είναι τόσο περίεργο, αφού η πολιτική, εκ φύσεως, προσελκύει περισσότερες περιπτώσεις αυταρχικών τύπων απ' ότι άλλοι τομείς. Η παθολογία των ανθρώπων που βρίσκονται στην εξουσία μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για όλους τους ανθρώπους κάτω από τον έλεγχο αυτών των ψυχοπαθών ατόμων .

Το βασικό θέμα της έρευνας του Lobaczewski είναι ότι αν ο παγκόσμιος πολιτισμός πρόκειται να επιβιώσει και να αναπτυχθεί θα πρέπει να μάθει πώς να διαχειρίζεται τους κακούς ανθρώπους που επιδιώκουν την καταστροφή του. Για το σκοπό αυτό, είναι σημαντικό να συνεχιστούν οι επιστημονικές μελέτες ώστε η ανθρωπότητα να είναι σε θέση να αναγνωρίσει το κακό όταν το βλέπει και να μάθει πώς να το καταπολεμά. Ο Lobaczewski πιστεύει ότι είναι σημαντικό να πάρουμε μια αυστηρά αντικειμενική και επιστημονική θέση προς το κακό, και όχι να τηρούμε ηθικολογική στάση απέναντί του.

Η ηθική και ο ανθρωπισμός δεν μπορούν να αντέξουν τις μεγάλες επιδρομές του κακού. Η γνώση της φύσης του -και η ύπουλη δράση της και σε άτομα και σε ομάδες- είναι το μόνο αντίδοτο .

Λόγω της παθοκρατίας, ολόκληρος ο κόσμος σύντομα θα ζήσει «δύσκολους καιρούς», με τόση φρίκη και απελπισία που το Ολοκαύτωμα του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου θα μοιάζει με πρόβα. Και έτσι, δεδομένου ότι κάποιοι επέζησαν της πρόσφατης ιστορίας, και κατάφεραν να μεταφέρουν από αυτήν πληροφορίες σε εμάς, μπορεί να αποδειχθεί και σωτήριος ένας χάρτης για να μας οδηγεί καθώς το σκοτάδι πέφτει ολόγυρα μας.


Πηγή: Η ζωή στα χρόνια της παθοκρατίας. Του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου - RAMNOUSIA 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου